- στερφόπεπλος
- στερφόπεπλος, ον,A clad in hide or skin, Lyc.652.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
στερφόπεπλος — clad in hide masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στερφόπεπλος — ον, Α σκεπασμένος ή ντυμένος με δέρμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < στέρφος, τὸ «δέρμα» + πέπλος (< πέπλος), πρβλ. λινό πεπλος] … Dictionary of Greek
στερφοπέπλου — στερφόπεπλος clad in hide masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)